- επεισκαλώ
- ἐπεισκαλῶ, -έω (Α)καλώ κάποιον να μετάσχει σε συγκέντρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επείσκλητος — ἐπείσκλητος, ον (Α) [επεισκαλώ] 1. αυτός που κλήθηκε επί πλέον («ἐπεισκαλεῑν ἔκαστον ἐπείσκλητον ὅν ἄν ἐθέλη τῶν ἐκ τῆς αὐτῆς ἡλικίας», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπείσκλητος συνέλευση που συγκλήθηκε για ορισμένο σκοπό … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek